Γράφει ο Νίκος Μπακούρης
Τα περασμένα για κάποιους – κουταμάρες γι΄ άλλους [15]
….αποτελούν το συνεργείο χάραξης της σιδηροδρομικής γραμμής ΣΠΑΠ: ΄Αργος – Μύλοι – Κυβέρι – Ξηροπήγαδο – ΄Αστρος / Αγιαννίτικα – Δολιανά – Ελαιοχώρι…..
Συμβαίνουν στους Μύλους Αργολίδας [σε σχήμα πρωθύστερο στην αφήγηση των γεγονότων] ένα Ανοιξιάτικο πρωινό του 1897.
Η περιοχή των Μύλων Αργολίδος είναι η στενή λωρίδα πεδινής γης, που ορίζεται από τον Αργολικό κόλπο ανατολικά και τις ανατολικές απολήξεις του Αρτεμησίου όρους δυτικά.
Είναι το πέρασμα, για όσους κινούνται στην ξηρά, από τη μισή νότια Πελοπόννησο στην πεδινή Αργολιδοκορινθία, στην Αθήνα, αφότου γίνεται πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, και την ηπειρωτική Ελλάδα την πέραν των Κορινθιακού και Σαρωνικού κόλπων.
Είναι τόπος απροσπέλαστος, αφού το τέρας, η Λερναία ΄Υδρα που ζει στη λίμνη της περιοχής, τη Λέρνη, είναι ο φόβος και ο τρόμος των περαστικών. Κάποια στιγμή έρχεται ο Ηρακλής, φονεύει το θηρίο και ο τόπος γίνεται ασφαλής, πλέον, και για τους κατοίκους της περιοχής και τους περαστικούς από νότια προς βόρεια και το αντίθετο.
Ως αποκλειστικό πέρασμα χαρακτηρίζεται ως Δερβένι, με Δερβεναγά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και χάνι με συγκρότημα οικημάτων, όπου ο περαστικός μπορεί να ξεκουραστεί, να κορέσει την πείνα του, να σβήσει τη δίψα του και με ασφάλεια να περάσει τη νύχτα του, αυτός και το ζώο του, κατάκοπος από την ημερήσια πορεία, όταν την επομένη έχει να συνεχίσει έως τον τόπο προορισμού του.
Αρκετές 10/δες ζώα φορτωμένα με κάθε είδους εμπορεύματα: ξυλεία από τα δάση του Πάρνωνα, ξυλοκάρβουνα, βρώσιμες ελιές και λάδι, κρέατα και τυροκομικά, κεράσια, σταφύλια, αχλάδια, κάστανα, καρύδια, αποξηραμένα σύκα, φακές, ρεβύθια, τσάι, ρίγανη, χτένια και μιτάρια ύφανσης από τον Κοσμά, σιδερικά του γύφτικου από Αγια – Σοφιά και Καστρί, 100/δες εργατικά χέρια πηγαίνουν να εργαστούν στα σταφιδάμπελα της Κορινθίας, αποτελούν τα προϊόντα και υπηρεσίες, που διέρχονται από το Δερβένι και μεταφέρονται στο ΄Αργος, Ναύπλιο, Κόρινθο, καθώς και στα χωριά της Αργολιδοκορινθίας, και θα ζητήσουν ‘’το μουστερή τους.’’
Το Σταυρό του κάνει ο αγωγιάτης, ώστε να βάλει ο Θεός το χέρι του, να βοηθήσει, και να περάσει το φορτωμένο ζώο σώο και αβλαβές από τα ξυλογέφυρα με τις υπόσαθρες σανίδες, εξαιτίας της υγρασίας και πολύχρονης χρήσης, που ενώνουν τις απέναντι όχθες των κατάφυτων από υδροχαρή φυτά χειμάρων στην παραλία της Νέας Κίου, Δαλαμανάρας και Μύλων, βάθους όσο το ανάστημα ενός ανθρώπου, και διοχετεύουν το υφάλμυρο νερό από τις πηγές του κάμπου στον Αργολικό κόλπο.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, της εκστρατείας στη Μικρά Ασία, του Ελληνοϊταλικού πολέμου, τα διερχόμενα υποζύγια είναι γαϊδούρια και κάποια γέρικα αλογομούλαρα, αφού τα νέα και υγιή ζώα είναι επιτεταγμένα για τις ανάγκες του πολέμου.
Την εποχή της σποράς του έτους 1940, και των επόμενων χρόνων κατοχής, με τα ζώα του χωριού να έχουν αφήσει τα κόκκαλά τους στο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων, στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, ο γερο – Κουμπούρας στο χωριό, κάτοχος ζεύγους αροτριώντων βοδιών με Ησιόδειον άροτρον, είναι ζευγολάτης περιζήτητος. Για την εργασία του ζητά ημερομίσθιο για τον εαυτό του και για καθένα από τα ζώα του. Σήμερα, εργοδότης του είναι η κυρα – Ειρήνη, ευκατάστατη οικονομικά κυρία, ως συνταξιούχος του κράτους των Η.Π.Α.
Το ωράριο ενός ημερομισθίου ορίζεται από την ανατολή του ήλιου έως τη δύση, στη σύντομη χειμωνιάτικη ημέρα. Ο ζευγολάτης, βέβαια, έχει διααφορετική γνώμη. ΄Εκπληκτη η Ειρήνη, μόλις που έχει περάσει το μεσημέρι, τον βλέπει να ξεζεύει τα βόδια και να ετοιμάζεται για αναχώρηση:
– Μήτσιο, τι κάνεις εκεί; Μεσημεριάτικα τα ξεζεύεις και ετοιμάζεσαι να φύγεις; ΄Ετσι ‘’ θα φτουρίσει’’ η δουλειά σου;
– Νισάφι, μωρ΄ Ειρήνη! ΄Εξι οκάδες σπόρο σού ΄σπειρα,[ κατά μέσον όρο το ζευγάρι από νεαρά ζώα, άλογα η μουλάρια, ημερεσίως σπέρνει, περίπου, σαράντα οκάδες σπόρο] μην είσαι και αφχαρίστηγη! Υπάρχει από πάνω Θεός και μας βλέπει. ΄Ασ΄ τα ζωντανά να πάνε πέρα κατά τις πεζούλες να βρούνε κανά συκόφυλλο να φάνε! Kαι αύριο ημέρα ξημερώνει.
O Σιταινιώτης υλοτόμος έχει υποσχεθεί στον καραβοκύρη, τά ΄χουν βρει και στην τιμή, από τη Νέα Κίο να του παραδόσει έλατο κάποιων μέτρων, το οποίο θα τοποθετηθεί ως κατάρτι στο ψαροκάικο.
Πρόβλημα αποτελεί η μεταφορά του από τον τόπο κοπής του σ΄ αυτόν της παράδοσης, αφού η οικογένεια, λόγω της επίταξης, στερείται υποζυγίου. Αυτό που απομένει είναι: κορμός δέντρου βάρους περισσότερο των πενήντα οκάδων να μεταφερθεί στους ώμους ενός ανθρώπου και σε απόσταση μεγαλύτερη των πέντε – έξι ωρών πεζοπορεία.
Θεωρείται άθλος, αλλά δεν υπάρχει και άλλη λύση ώστε να αγορασθεί ‘’η μπούρδα’’, το σακκί των εξήντα οκάδων αλεύρου, για το ψωμί της λιμότουσσας πολυπληθούς οικογένειας.
Είναι μεσημέρι. Το παιδί των πρώτων τάξεων του Σχολείου έχει σχολάσει και επιστρέφει στο σπίτι. Είναι μόνο του. ΄Ολοι είναι στις δουλειές τους. Ψάχνει για κάτι φαγώσιμο, αλλά μάταια. Και, αφού ‘’η πείνα είναι στραβή,’’ σύμφωνα με το λαό, καθισμένο στο κεφαλόσκαλο του γειτονικού σπιτιού, με παραπονιάρικο ύφος προφέρει τις λέξεις <<πεινάω – πεινάω>>, ελπίζοντας πως θα προκαλέσει τον οίκτο των σπιτονοικοκυρέων ή κάποιου των γειτόνων.
Ο μπαρμπα – Κώστας, πριν δώσει εντολή στη συμβία του να φέρει μια φέτα ψωμί και ένα ‘’σβώλο’’ τυρί για το παιδί, κρίνει σκόπιμο όπως διακωμωδήσει το περιστατικό, οπότε με ύφος ερωτά:
– Πεινάς ε; Γιατί δεν ; – Δεν έχουμε τσιωμί [ψωμί] στο σπίτι.
– Δεν έχετε ψωμί; Τότε, γιατί δεν ζυμώνετε;
– Δεν έχουμε αλέβι [αλεύρι] στο σεντούκι.
– Αφού δεν έχετε αλεύρι, γιατί δεν πάτε στο μύλο;
– Δεν έχουμε νέννημα [ γέννημα – σιτάρι] σου λέω! Απαντά με παιδική οργή στις βασαννιστικές ερωτήσεις του γερο – Κώστα.
….το μαχαίρι που ακονάγανε οι ληστές ήτανε και για σένανε και για μένανε…στο επόμενο, αν θέλει ο Θεός και…οι άνθρωποι.
Νικ. Μπακούρης